- κολπικός
- -ή, -ό1. ανατ. α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόλπο τής γυναίκας («κολπική εξέταση»)β) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραρρινικό κόλπο2. (ιατρ. -φυσιολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κόλπους τής καρδιάς («κολπική μαρμαρυγή»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπος. Η λ. ως όρος τής ανατομίας που αναφέρεται στον κόλπο τής γυναίκας είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. vaginal. Η λ. ως όρος τής ωτορινολαρυγγολογίας είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sinusal, ενώ ως όρος τής φυσιολογίας που αναφέρεται στους κόλπους τής καρδιάς είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. auricular].
Dictionary of Greek. 2013.